- συνεπιφαίνω
- ΜΑ1. καθιστώ κάτι φανερό συγχρόνως με κάτι άλλο2. μέσ. συνεπιφαίνομαιεμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο («τοῑς οὔροις ἐνίοτε συνεπιφαίνονται τρίχες», Ακτουάρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπιφαίνω «εμφανίζω, φανερώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.